Η παροχή πρόσθετων μονάδων στους άνδρες εκπαιδευτικούς για την εκτελεσθείσα υπηρεσία τους στην Εθνική Φρουρά λειτουργεί όχι ως επιβράβευση όλων όσων εκτελούν κανονικά τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, αλλά ως αντιστάθμισμα της καθυστέρησης στην επαγγελματική τους αποκατάσταση εξαιτίας της, εκ νόμου, εκπλήρωσης της υποχρεωτικής στρατιωτικής τους θητείας, η οποία τους δημιουργεί αδυναμία εγγραφής στον κατάλογο διοριστέων την ίδια χρονική στιγμή με τις γυναίκες, με τις οποίες είχαν εγγραφεί στο ίδιο έτος σπουδών.
Αυτό αποτελεί συνοπτικά το εύρημα του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, με απόφασή του ημερομηνίας 20 Φεβρουαρίου 2024, απέρριψε συνεκδικαζόμενες εφέσεις που καταχώρησαν γυναίκες εκπαιδευτικοί κατά της πρωτόδικης απόφασης της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου να κρίνει, μεταξύ άλλων, ως συνταγματική την πρόνοια στον «περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο 1969» να χορηγείται σε άρρενες εκπαιδευτικούς «μόνο μία φορά για σκοπούς προαγωγής στην αμέσως επόμενη θέση προαγωγής, ένα δωδέκατο της μονάδας για κάθε συμπληρωμένο μήνα υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά, με ανώτατο όριο τις τρεις μονάδες».
Κύριος ισχυρισμός των εφεσειουσών ήταν ότι οι πρόσθετες μονάδες που χορηγούνταν στους άρρενες εκπαιδευτικούς για τη θητεία τους στην Εθνική Φρουρά, σε αντιδιαστολή με τις γυναίκες εκπαιδευτικούς που δεν λαμβάνουν αντίστοιχες μονάδες, παραβιάζει την αρχή της ισότητας εις βάρος των γυναικών λόγω φύλου, αφού, με τη μοριοδότηση αυτή, άντρες εκπαιδευτικοί που έχουν ίδια προσόντα με γυναίκες εκπαιδευτικούς αποκτούν προβάδισμα, για σκοπούς προαγωγής.
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίπτοντας τον ισχυρισμό των εφεσειουσών, έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση, οι άρρενες εκπαιδευτικοί «δεν έλαβαν τις μονάδες για την αρχαιότητα επειδή είναι άντρες, δηλαδή λόγω φύλου, αλλά για την υπηρεσία τους στην Εθνική Φρουρά. Υπηρεσία, η οποία είναι υποχρεωτική για τους άντρες και την οποία αποδεδειγμένα εκτέλεσαν». Αυτή τους η υπηρεσία, συνεχίζει το Δικαστήριο, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον που είναι «θέση η οποία αναγνωρίστηκε τόσο από την ημεδαπή όσο και την ευρωπαϊκή νομολογία».
Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου, επιδικάζοντας έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας.
Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν οι Δικηγόροι της Δημοκρατίας κ.κ. Νικολέττα Νικολάου και Σίλια Χαραλάμπους.
πηγή: Νομική Υπηρεσία